- εκκινώ
- (-έω) (AM εκκινῶ)ξεκινώ, αρχίζω να μετακινούμαινεοελλ.αναγκάζω κάτι να ξεκινήσειαρχ.1. βγάζω έξω, αναγκάζω να βγει από την κρύπτη2. ερεθίζω, εξάπτω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κινώ — (I) κινώ, οῡς, ἡ (Α) (δωρ. τ.) κίνηση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κιν (τού κινῶ) + επίθυμα ώ / οῦς (πρβλ. ηχ ώ, πειθ ώ)]. (II) και κουνώ (AM κινῶ, έω, Μ και κουνῶ) 1. κάνω κάτι να τεθεί σε κίνηση ή σε λειτουργία ή σαλεύω κάτι (α. «η μηχανή κινείται με… … Dictionary of Greek
ξεκινώ — άω 1. κινώ να πάω, εκκινώ, αναχωρώ για κάπου («ξεκινάει μια ψαροπούλα...») 2. παρακινώ, προτρέπω, παροτρύνω («κι εις τούτο μ εξεκίνησε το σπλάχνος και το θάρρος», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ κινῶ (αόρ. ἐξ εκίνησα), με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος… … Dictionary of Greek
υπεκκινώ — έω, Μ θέτω σιγά σιγά σε κίνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐκκινῶ «αρχίζω να μετακινούμαι, βγάζω έξω»] … Dictionary of Greek